ἀγέμιστος

ἀγέμιστος
ἀγέμιστος, ον,
A not put on board ship, στέμφυλα, P Aurom.1b34 (i B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγέμιστος — και αγιόμιστος και αγέμωτος, η, ο [γεμίζω] 1. αυτός που δεν γέμισε, ο μη γεμάτος, αδειανός 2. αυτός που δεν γέμισε εντελώς, μισογεμάτος 3. (για καρπούς) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη …   Dictionary of Greek

  • αγέμιστος, -η — ο 1. αυτός που δε γέμισε καλά: Είχε αφήσει τη στέρνα αγέμιστη. 2. ο άδειος: Το μεγάλο πιθάρι του λαδιού στεκόταν αγέμιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγόμωτος — η, ο [γομώνω] ο δίχως γόμωση, αγέμιστος …   Dictionary of Greek

  • απλήρωτος — η, ο (AM ἀπλήρωτος, ον) [πληρώ] μσν. νεοελλ. 1. (για εργασία) αυτός που δεν πληρώνεται, ο χωρίς αμοιβή 2. (για αδικήματα) ο ατιμώρητος 3. άφθονος, ατέλειωτος νεοελλ. όποιος δεν έχει πληρωθεί, δεν έχει λάβει την αμοιβή που δικαιούται αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αγόμιστος — αγόμιστος, η, ο και αγιόμωτος, η, ο αγέμιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”